- εξαϋλώνομαι
- maddesizleşmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
εξαϋλώνομαι — εξαϋλώνομαι, εξαϋλώθηκα, εξαϋλωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απαιθερούμαι — ἀπαιθεροῡμαι ( όομαι) (Α) γίνομαι αιθέριος, εξαϋλώνομαι … Dictionary of Greek